- πληθυσμικός
- -ή, -ό, Ν [πληθυσμός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πληθυσμό, πληθυσμιακός (α. «πληθυσμική ανάπτυξη» β. «πληθυσμική έκρηξη»)2. φρ. «πληθυσμικός νόμος» μαρξιστική αρχή τής συσχέτισης τού εργατικού δυναμικού και τής παραγωγικής δραστηριότητας.
Dictionary of Greek. 2013.